αθεεί

αθεεί
ἀθεεί επίρρ. (Α) [θεός]
δίχως τη βοήθεια τού θεού.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἀθεεί — without the aid of God indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ει — (Α) ρηματικό επίθημα που γράφεται μετά από φωνήεν ή υγρό σύμφωνο ή ξ ή ψ («ἀθεεί, ἀμαχεί, ἀνωνυμεί») …   Dictionary of Greek

  • ατεχνής — ἀτεχνής, ές (Α) Ι. 1. ο χωρίς τέχνη, ο άτεχνος. 2. αδέξιος II. επίρρ. ἀτεχνῶς 1. απλώς 2. πραγματικά, ακριβώς 3. με ειλικρίνεια 4. ανεπιτήδευτα. [ΕΤΥΜΟΛ. ατεχνής < α στερ. + τέχνη επίρρ. ατεχνώς < άτεχνος*. Ο τονισμός του επιρρήματος,… …   Dictionary of Greek

  • αυτοβοεί — αὐτοβοεί επίρρ. (Α) 1. με την πρώτη πολεμική κραυγή («αὐτοβοεὶ ἑλεῑν») 2. φρ. «αὐτοβοεὶ λαβεῑν κλέπτοντα» επ αυτοφώρω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο * + βοή, με επιρρ. κατάλ. εί (πρβλ. αθεεί, ασπουδεί, αυτοετεί, αυτολεξεί κ.ά.)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”